τάφος

τάφος
τάφος, ου, ὁ (θάπτω, cp. ταφή; in Hom.=‘funeral rites’; gener. ‘tomb’)
a site or receptacle for interment, grave, tomb of a dead pers. (Hes.+) Mt 27:61, 64, 66; 28:1 (EBickermann, Das leere Grab: ZNW 23, 1924, 281–92; Guillaume Baldensperger, Le tombeau vide: RHPR 12, ’32, 413–33; 13, ’33, 105–44; 14, ’34, 97–125; CMasson, Le tomb. v.: RTP 32, ’44, 161–74; HvCampenhausen, D. Ablauf der Osterereignisse u. das leere Grab3 ’66; JKennard, Jr., The Burial of Jesus: JBL 74, ’55, 227–38; WNauck, ZNW 47, ’56, 243–67; LOberlinner, ZNW 73, ’82, 159–82; Finegan s.v. Ἰούδας 6; s. also ἀνάστασις 2, end and μνημεῖον 2.—An external parallel to the motif of the empty τάφος in Chariton 3, 3, 1–4.—Phlegon: 257 Fgm. 36, 1, 9 Jac.: to ascertain whether a resurrection from the dead had actually occurred, ὁ τάφος is opened and entered to see πότερον εἴη τὸ σῶμα ἐπὶ τῆς κλίνης ἢ κενὸν τόπον εὑρήσομεν); GPt 6:24; 8:31; 9:36f; 10:39; 11:45; 13:55. οἱ τάφοι τῶν προφητῶν Mt 23:29 (on the cult of graves and veneration of pious pers. among the Jews s. Billerb. I 937f; JJeremias, Heiligengräber in Jesu Umwelt ’58). Grave of Paul AcPl Ha 10, 18; 11, 13. On τάφοι κεκονιαμένοι Mt 23:27; GNaass 284, 153; s. κονιάω. In the prec. apocryphal gospel τάφ. κεκ. is used metaphorically. Likew. τάφοι νεκρῶν, ἐφʼ οἷς γέγραπται μόνον ὀνόματα ἀνθρώπων graves of the dead, on which only people’s names are inscribed IPhld 6:1. ἔρχεσθαι ἐν τάφῳ come to the grave 1 Cl 56:15 (Job 5:26).
anything that functions as a tomb, tomb, in varied imagery: of the dark place fr. which God introduces us into the world at birth 1 Cl 38:3. Of wild animals who are to be Ignatius’ grave ἵνα μοι τάφος γένωνται (i.e. τὰ θηρία) IRo 4:2 (Gorgias, Fgm. 5a Diels in Περὶ ὕψους 3, 2 calls vultures ἔμψυχοι τάφοι). Of sinful pers. τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ (s. ἀνοίγω 2 and cp. Artem. 1, 80 p. 80, 27 τὸ στόμα τάφῳ ἔοικε) Ro 3:13 (Ps 5:10; 13:3).—B. 294. DELG s.v. θάπτω. M-M. EDNT.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τάφος — 1 funeral rites masc nom sg τάφος 2 astonishment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάφος — funeral rites fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… …   Dictionary of Greek

  • τάφος — ο 1. μνήμα, τελευταία κατοικία. 2. μνημείο, κενοτάφιο: Ο τάφος είναι του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. μτφ., εχέμυθος άνθρωπος, που δεν προδίνει μυστικά: Ο φίλος μου είναι τάφος. 4. καταστροφή, θάνατος: Το ταξίδι αυτό υπήρξε ο τάφος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Πανάγιος Τάφος — Ο τάφος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν όσα αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη για τη ζωή του Ιησού. Στις αρχές του 4ου αι., στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τον Π.Τ. μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Ο τάφος …   Dictionary of Greek

  • τάφει — τάφος 2 astonishment neut nom/voc/acc dual (attic epic) τάφεϊ , τάφος 2 astonishment neut dat sg (epic ionic) τάφος 2 astonishment neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφους — τάφος 1 funeral rites masc acc pl τάφος 2 astonishment neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάφω — Τάφος funeral rites fem nom/voc/acc dual Τάφος funeral rites fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφω — τάφος 1 funeral rites masc nom/voc/acc dual τάφος 1 funeral rites masc gen sg (doric aeolic) τέθηπα to be astonished aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφῶν — τάφος 2 astonishment neut gen pl (attic epic doric) ταφή burial fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”